Wednesday, August 03, 2011

Ποιο τραγούδι έπαιζε τελικά;

Γράψε τώρα κι εσύ ένα τραγούδι!

Δώσε στη φέτα του ψωμιού σου δυο φτερά και λόγο να σ’ εγκαταλείψει.

Τρεις σωλήνες πλαστικοί ανεβαίνουν απ’ τα σπλάχνα μου και στριμώχνονται στο στόμα μου.

Έρχεται μάλλον η ώρα να φύγω.

Τώρα που η μήτρα της νυχτός πλημμυρίζει απ’ το φως της χαραυγής και τα ρυάκια ψιθυρίζουν την ήρεμη εκδίκηση της άσπλαχνης μάνας αυτού του κόσμου.

Δώσε μου κι εμένα ένα ξύλινο πατίνι!

Τσουλώντας, να ξεγλιστρήσω μια για πάντα απ’ αυτή την άσφαλτο.

Και οι μέρες θ’ ανεμίζουν αγκομαχώντας τις σημαίες τους….σαν τους αθλητές στο μαραθώνιο που μετανιώνουν – αυτή τη στιγμή που μιλώ – για εκείνα τα τσιγάρα που δε σκόπευαν ποτέ ν’ απολαύσουν, απλώς μια νύχτα τους συνεπήρε το φεγγάρι. Κι ένα τραγούδι…αυτό που είχες γράψει εσύ, νομίζω…ή κάνω λάθος…Θυμάσαι;

Κι εγώ, που ποτέ μου τελικά δεν κατάφερα να φύγω, μόλις το έσβησα.

«Δώστε, παρακαλώ, χαιρετισμούς σ’ εκείνο το σκυλάκι που περιμένει στην άλλη όχθη…»

Friday, June 04, 2010

Υπολείμματα μουσικής 27-06-06

Υπολείμματα μουσικής.

Στίχων κατακάθια και ήχων ανεμομαζώματα .

Στα πρόθυρα καλοκαιριού,

μια πόλη αγύμναστη και σκουριασμένη.

Σ’ αυτή τη θαρραλέα άβυσσο,

βλέπω εμένα,

σκαρί καινούριο κι έρημο,

Φλεγόμενο άγαλμα σε πλατεία,

σύννεφο κάτασπρο κι ακίνητο.

Έτσι πύρινος στέκω

κι αντικρίζω τη δυσβάσταχτη αγωνία,

του μαύρου μέλλοντός μου.

Τίποτα τελικά δεν ξαναγυρνά σε μας.

Όλα σκορπίζουν και χάνονται.

σε ξαφνικούς ανέμους,

σε μπόρες καλοκαιρινές.

Χάνουμε ολοένα και περισσότερες ανάσες.

Ψευτοκρύβομαι σε γωνίες οικοδομών,

διαβάζω δυνατά,

στίχους σε τοίχους διαλυμένους,

ένας αγέρας που περιμένω,

δεν θα φυσήξει ποτέ,

κι αυτό το φαιδρό ταξίδι που συνεχίζω να ονειρεύομαι,

θα μείνει ένα φτηνό καρτ ποστάλ,

που έφερα μαζί μου όταν γύρισα.

Τα βήματα που δεν έφτασαν ποτέ

Έτσι, σαν σε όνειρο,
θα ξεκινήσουμε ένα πρωί της άνοιξης.
Κι όλα αυτά που ποτέ δεν καταφέραμε να κάνουμε, θα μείνουν πίσω.
Θυμάσαι που σου είπα:
Θα πάμε εκεί που θολώνει ο ορίζοντας και χάνεται η ματιά;
Στη Γη των ανέμων,
στις θάλασσες της μουσικής.

Κάθε φορά ονειρεύομαι στην άνεση του γραφείου μου
Και κάθε φορά αποκοιμάμαι αταξίδευτος.

08/04/04

Tuesday, February 14, 2006

κάπου στον κόσμο

Δεν θυμάμαι καν πως ν’ αρχίσω. Βράδυ Δευτέρας. Όχι, καλύτερα ξημέρωμα Τρίτης. Παγωμένα χέρια. Τώρα πια δεν αντέχω να βγω ούτε μια βόλτα μόνος μου. Φοβάμαι, ανησυχώ, ίσως απλά και να βαριέμαι. Μα αυτός ο περαστικός που διέσχισε το δρόμο από κάτω μου, ήμουν εγώ. Άφησα ένα κομμάτι μου στο μπαλκόνι. Ένα άλλο είναι στο δρόμο. Περπατώ αλλά πάω, που; Σκοτεινός είναι αυτός ο δρόμος. Μια πέτρα. ακόμα μια. Κολλημένες με λάσπη φτιάχνουν ένα δρόμο. Καμία μουσική. Καμία μουσική. Κολλημένες στ’ αυτιά μου δεν φτιάχνουν τίποτα.
Ξημέρωμα Τρίτης. Στην πόλη ησυχία. Στην πόλη δυστυχία. Γκρινιάζουν τα μωρά στα κρεβάτια, οι γάτες διαμαρτύρονται άπραγες. Μια εξάτμιση, ένα τρένο, γέφυρες που ενώνουν τον κόσμο με παλιοσίδερα. Όμορφα τσιγάρα. Τρύπια ονόματα. Πινακίδες ξηλωμένες διαφημίζουν τον εαυτό τους. Μη λέτε πια αυτές τις λέξεις. Αύριο οι οθόνες σας θα φορούν το πιο όμορφο γαλάζιο. Το τραγούδι της πεταλούδας έμεινε όνειρο ανάπηρο. Καθημερινά, ξεχνώ τα κομμάτια μου. Αφήνω στο κρεβάτι που κοιμάμαι, στο αυτοκίνητο, στον καναπέ, Άλλα στο γραφείο που κάθομαι…Ας πούμε, ξέχασα τ’ αυτιά μου σε μια μουσική. Μα πως συνεχίζω να περπατώ χωρίς πόδια; τα παράτησα στο δρόμο που ερχόμουν. Ένα μυαλό μου έμεινε κι αυτό κατεστραμμένο. Βρες μια υγιή σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τους ανθρώπους κι εγώ θα σου το χαρίσω κι αυτό. Και μετά; απλώς δεν θα έχω τίποτα.
Γέμισαν οι ουρανοί ραδιοκύματα. Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, κινητή τηλεφωνία, ασύρματες μεταδόσεις κι άλλα πόσα που δεν γνωρίζω. Το ηλιοβασίλεμα δεν είναι πια κόκκινο. Δεν μ’ ενοχλεί μια ανελεύθερη λέαινα, η ελευθερία της σκέψης, των επικοινωνιών, τα φαντάσματα που ξυπνούν μέσα μου κάθε που βραδιάζει. Ο χειμαρρώδης λόγος μου είναι που μου προκαλεί ημικρανίες.
Ίσως θα’ ταν καλύτερα να ξεκουραστώ. Μετέωρος στην κατά τ΄ άλλα σταθερή φλούδα του κοινωνικού συνόλου. Απογεύματα με καφέ και τσιγάρο. Κιθάρες στην παραλία να δονίζονται τα καλοκαίρια. Τζάκια να καπνίζουν το χειμώνα. Ρακένδυτοι να φέρνουν δώρα. Θλιβερές ησυχίες να γεμίζουν τις μέρες μας.
Συγχαρητήρια, λαμπρό γένος των ανθρώπων. Καταφέρατε να φτιάξετε έναν κόσμο όμορφο. Δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας στα λόγια μου. Απολαμβάνω τ’ αγαθά που με τα χέρια μου αγόρασα, με τα χέρια μου θα καταναλώσω και με τα χέρια μου θα πετάξω σχεδόν ανέγγιχτα.
Ενώ αρχέγονοι φθόγγοι θα υποσκάπτουν το μυαλό μου, μια μηχανή θα στριγκλίζει στο δρόμο επιδεικνύοντας τη δύναμή της, ένα φαντάρος θα νοσταλγεί την οικογένεια του, ένας μυστικός έρωτας θα γεννιέται, ατέλειωτες ουρές θα λαχταρούν την είσοδο σε κάποιο ξεκαρδιστικό κατάστημα κι ένας επίδοξος πιανίστας θα έχει αποτύχει παταγωδώς στην εκτέλεση της σονάτας του σεληνόφωτος. Όλα αυτά κάπου στον κόσμο.
Σήμερα, τα χέρια μου, ούτε για μια στιγμή δεν ζεστάθηκαν.